- πεχλιβάνης
- οβλ. μπεχλιβάνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπεχλιβάνης — και μπιχλιβάνης και πεχλιβάνης, ο, θηλ. ισσα 1. παλαιστής και ιδίως αυτός που εκτελεί αθλητικές επιδείξεις στην ύπαιθρο με σκοπό να κερδίσει χρήματα 2. αυτός που κάνει το παλικάρι, παλικαράς 3. απατεώνας, κατεργάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… … Dictionary of Greek
παλαιστής — ο θηλ. παλαίστρια ο αθλητής της πάλης, αλλ. πεχλιβάνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)